ιμαντοπεδη

ιμαντοπεδη
    ἱμαντοπέδη
    ἱμαντο-πέδη
    (ῐμ) ἥ ременная петля, крепкие путы Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιμαντοπεδη" в других словарях:

  • ιμαντοπέδη — ἱμαντοπέδη, ἡ (Α) (για τα πλοκάμια τού πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + πέδη «δεσμός»] …   Dictionary of Greek

  • ἱμαντοπέδην — ἱμαντοπέδη leathern noose fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»